- εμπύημα
- τό1) нагноение; 2) гнойник, абсцесс
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐμπύημα — gathering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπύημα — Συλλογή πύου σε μια κοιλότητα του ανθρώπινου σώματος. Οι συχνότερες εντοπίσεις του ε. είναι η κοιλότητα του υπεζωκότα, η χοληδόχος κύστη, η σκωληκοειδής απόφυση, το περικάρδιο και η μήτρα. Πολυάριθμοι είναι οι μικροοργανισμοί που ευθύνονται γι’… … Dictionary of Greek
εμπύημα — το, ατος η συλλογή πύου σε κοιλότητα του εσωτερικού του σώματος, απόστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμπυημάτων — ἐμπύημα gathering neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπυήμασι — ἐμπύημα gathering neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπυήμασιν — ἐμπύημα gathering neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπυήματα — ἐμπύημα gathering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπυήματι — ἐμπύημα gathering neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπυήματος — ἐμπύημα gathering neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπυηματικός — ή, ό που προκαλεί εμπύημα ή που πάσχει από εμπύημα, αποστηματικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Эмпиема — MeSH D004653 D004653 Эмпиема (греч. ἐμπύημα гнойник) значительное скопление гноя внутри полого органа или полости тела. Термин «эмпиема» применяют с указанием поражённого органа или полости тела. Эмпиему надо отличать от … Википедия